απροίκιστη

απροίκιστη

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "απροίκιστη" в других словарях:

  • απροίκιστος — η, ο 1. αυτός που δεν πήρε προίκα: Άφησε την κόρη του απροίκιστη. 2. αυτός που δεν έχει πνευματικά χαρίσματα, πνευματικές αρετές: Μπορεί να είναι απροίκιστος, είναι όμως πολύ εργατικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»