απροίκιστη
Смотреть что такое "απροίκιστη" в других словарях:
απροίκιστος — η, ο 1. αυτός που δεν πήρε προίκα: Άφησε την κόρη του απροίκιστη. 2. αυτός που δεν έχει πνευματικά χαρίσματα, πνευματικές αρετές: Μπορεί να είναι απροίκιστος, είναι όμως πολύ εργατικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)